Έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τις εποχές που ο μέσος DJ έπαιζε μουσική με CD και δίσκους. Αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους πιουρίστες που επιλέγουν φανατικά βινύλιο και τους ελάχιστους ρομαντικούς που έχουν μείνει ακόμα στο CD, τα ψηφιακά αρχεία είναι το μέσο που σχεδόν όλοι οι DJs χρησιμοποιούμε. Υπάρχουν τα νόμιμα ψηφιακά αρχεία που πωλούνται σε ηλεκτρονικά καταστήματα (Traxsource, Beatport, iTunes κλπ.), υπάρχουν όμως και αυτά που είτε προσφέρονται από τους ίδιους τους παραγωγούς και δισκογραφικές για promotion, είτε δημιουργούνται από συναδέλφους που μετατρέπουν μόνοι τους ψηφιακά τα cd και τους δίσκους τους, είτε ακόμα μπορούμε να τα κατεβάσουμε παράνομα από τις εκατοντάδες πηγές που υπάρχουν στο διαδικτύο. Τα ψηφιακά αρχεία μουσικής σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, δεν υπάρχουν σε ένα μόνο συγκεκριμένο format με μία μόνο συγκεκριμένη ποιότητα ήχου. Είναι απαραίτητο λοιπόν, ακόμα και κάποιος DJ που τώρα ξεκινάει, να γνωρίζει τις βασικές διαφορές στα formats αλλά στις ποιότητες των μουσικών αρχείων, για να μπορέσει να επιλέξει είτε τα καλύτερα είτε τα βολικότερα για τη δουλειά του.

Τα formats στα ψηφιακά αρχεία μουσικής χωρίζονται σε 3 μεγάλες κατηγορίες, τα Ασυμπίεστα-Uncompressed (WAV και AIFF), τα Συμπιεσμένα χωρίς απώλειες ήχου-Lossless (FLAC και M4A ALAC) και τα Συμπιεσμένα με απώλειες ήχου-Lossy (MP3 και M4A AAC). Φυσικά υπάρχουν και άλλα formats (όπως το ξεπερασμένο πλέον WMA) εκτός από αυτά που αναφέραμε, απλά τα προαναφερθέντα είναι τα πιο γνωστά και διαδεδομένα στη σημερινή εποχή. Οι ποιότητες ήχου που μπορούμε να βρούμε στα παραπάνω formats, διαφέρουν μόνο στην 3η κατηγορία, δηλαδή στα Συμπιεσμένα με απώλειες ήχου-Lossy. Είναι λογικό στις 2 πρώτες κατηγορίες αρχείων, δηλαδή στα Ασυμπίεστα και στα Συμπιεσμένα χωρίς απώλειες ήχου-Lossless, η ποιότητα ήχου να είναι μόνο μία, μιας και δεν υπάρχουν απώλειες σε σχέση με αυτό που γράφτηκε στο studio παραγωγής του track.

122.jpg

Το μέγεθος μέτρησης που δηλώνει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ήχου των ψηφιακών αρχείων μουσικής είναι το Bitrate (ρυθμός μετάδοσης δεδομένων). H μονάδα μέτρησης του Bitrate είναι τα kbps (kilobits per second), για παράδειγμα στα MP3 τα πασίγνωστα σε όλους μας 320kbps αρχεία. Στα Ασυμπίεστα-Uncompressed αρχεία, το Bitrate έχει μία σταθερή τιμή. Σε ένα WAV αρχείο με τις κλασσικές Audio CD προδιαγραφές, δηλαδή 44,1kHz sample rate (συχνότητα δειγματοληψίας), 16bit bit depth (ανάλυση δείγματος) και 2 κανάλια (Stereo), το Bitrate είναι 1411kbps. Στα Συμπιεσμένα χωρίς απώλειες ήχου-Lossless αρχεία (π.χ. FLAC), το Bitrate κυμαίνεται συνήθως από 900 έως 1100kbps, όμως δεν υπάρχει η παραμικρή απώλεια μουσικής πληροφορίας, μίας και η συμπίεση γίνεται με αλγόρυθμους αντίστοιχης λειτουργίας με αυτούς που χρησιμοποιούνται στα αρχεία RAR και ΖΙP που και αυτά δεν έχουν καμία απώλεια πληροφορίας.

Στα Συμπιεσμένα με απώλειες ήχου-Lossy αρχεία (MP3 και M4A AAC), που είναι αυτά που χρησιμοποιεί το 99% των συναδέλφων DJs, το Bitrate φτάνει μέχρι και 320kbps, που είναι η ανώτερη ποιότητα που μπορούμε να βρούμε στα Lossy αρχεία. Υπάρχουν 2 τρόποι κωδικοποίησης, ο κλασικός που το Bitrate είναι σταθερό (CBR – Constant Bitrate) και ο πιο βελτιωμένος που το Bitrate είναι μεταβαλλόμενο (ABR – Average Bitrate και VBR – Variable Bitrate). Τα CBR αρχεία ήχου έχουν ένα σταθερό Bitrate σε όλη τη διάρκεια του track, κάτι που σημαίνει πως θα υπάρξουν μεγαλύτερες απώλειες ήχου στα απαιτητικά σημεία του track που έχουν από μόνα τους πιο υψηλές συχνότητες. Στα ABR και VBR, το Bitrate μεγαλώνει από μόνο του σε τέτοιου είδους σημεία π.χ. στο drop και μικραίνει σε λιγότερο απαιτητικά π.χ. στο break του track.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα στα Lossy αρχεία, ειδικά στα MP3, είναι ακριβώς αυτό. Οι κομμένες συχνότητες ήχου που συναντάμε σε πολλές περιπτώσεις, μιας και συνήθως οι encoders MP3 έχουν κόφτη ανάλογα με το Bitrate του MP3 που θα δημιουργηθεί. Τα audio CD όπως και τα Ασυμπίεστα και Lossless αρχεία, συχνοτικά φτάνουν στα 22,05kHz (44,1kHz / 2). Τα 320kbps κόβουν στα 20,5kHz, κάτι όμως που δεν αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, μιας και το ανθρώπινο αυτί θεωρητικά ακούει συχνότητες μέχρι τα 20kHz. Οι ολοφάνερες απώλειες αρχίζουν όταν το Bitrate των MP3 πέφτει κάτω από τα 320kbps, με αποκορύφωμα τα 128kbps που ο κόφτης συχνοτήτων βρίσκεται στα 16kHz.

133.jpg

Προφανώς ένα αρχείο WAV μεγέθους 60MB, ακόμα και ένα FLAC 25MB, είναι κατά πολύ μεγαλύτερα ενός MP3 των 9-10MB. Aυτή είναι άλλωστε η ανάγκη που οδήγησε τους ερευνητές να εξελίσσουν συνεχώς τους μαγικούς αλγόρυθμους συμπίεσης, που μειώνουν το μέγεθος των αρχείων ελαχιστοποιώντας τις απώλειες ήχου. Πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο αλγόρυθμος AAC των M4A αρχείων που πωλούνται στο iTunes, ένας αλγόρυθμος πολύ πιο εξε
λιγμένος από αυτόν του ΜP3 (MPEG-2 Audio Layer III). Προσφέρει ακόμα μικρότερο μέγεθος αρχείων και ελάχιστες απώλειες ήχου, μιας και στο Variable Bitrate (VBR) των 256kbps που είναι κωδικοποιημένα όλα τα M4A του iTunes, δεν παρατηρείται αποκοπή συχνοτήτων, διατηρώντας σχεδόν ανέπαφο το φάσμα των 22,05kHz.

Μιας που αναφέραμε το φάσμα των συχνοτήτων ενός ψηφιακού αρχείου μουσικής, αυτός είναι ίσως ο πιο αξιόπιστος τρόπος να ελέγχουμε τη γνησιότητα κάποιου αρχείου που δεν γνωρίζουμε τη πηγή προέλευσης του. Αναφερόμαστε φυσικά στο φαινόμενο του transcoding (επανακωδικοποίηση). To να κωδικοποιείται δηλαδή ξανά ένα MP3 128kbps σε ΜP3 320kbps ή ακόμα και σε FLAC ή WAV (το έχουμε δει και αυτό). Η παγίδα βρίσκεται στο γεγονός ότι ένα αρχείο που ανήκει στην 3η κατηγορία (Συμπιεσμένο με απώλειες ήχου-Lossy), χάνει οριστικά και “για πάντα” τη μουσική πληροφορία που κόβεται κατά τη διάρκεια της συμπίεσης αυτής. Με αποτέλεσμα όσα transcoding και να κάνουμε μετά, η απώλεια αυτή να παραμένει. Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα αρκετών συναδέλφων, για ποιό λόγο αρκετά 320kbps MP3 δεν ακούγονται σωστά. Οι περισσότερες πιθανότητες είναι να προήλθαν από επανακωδικοποίηση ενός χαμηλότερου σε Bitrate MP3, κάτι που μπορούμε να τσεκάρουμε με κάποιο από τα δωρεάν ή μη προγράμματα ανάλυσης συχνοτικού φάσματος που υπάρχουν στο internet. Αν το 320kbps MP3 έχει κομμένες συχνότητες κάτω από τα 20kHz, κάποιο λάκο έχει η φάβα, αν και πάντα υπάρχει και η σπάνια περίπτωση το ίδιο το τραγούδι συχνοτικά να είναι “χαμηλά γραμμένο” από το ίδιο το studio.

Η παραπάνω ανάλυση καλύπτει φυσικά και την περίπτωση του YouTube, που εννοείται ότι δεν φτιάχτηκε για να το χρησιμοποιούν οι DJs ως μία δωρεάν πηγή μουσικής. Τις περισσότερες φορές τα audio parts των videos του έχουν Bitrate 128kbps, απόλυτα λογική ποιότητα για να φορτώνει γρήγορα το videάκι ακόμα και σε κινητά τηλέφωνα, αλλά σίγουρα προβληματική ποιότητα για να αναπαραχτεί από το ηχοσύστημα ενός club. Επομένως τα αναξιόπιστα προγραμματάκια που δήθεν κατεβάζουν από το YouTube σε 320kbps, πολύ απλά κάνουν μία τρύπα στο νερό, γιατί όσες επανακωδικοποιήσεις κι αν γίνουν, το αρχείο παραμένει 128kbps. Για του λόγου το αληθές, συγκρίναμε στην πράξη το track West.K feat. Cotry – Be My Lover (Liva K Remix) με το πρόγραμμα Spek (Acoustic Spectrum Analyser).

1.jpg

2.jpg

Kαι τα 2 MP3 όπως βλέπουμε αναγράφουν ότι έχουν Bitrate 320kbps. Στην πρώτη εικόνα φαίνονται οι συχνότητες του αληθινού MP3 320kbps που το αγοράσαμε από το Beatport, που όπως αναμενόταν φτάνoυν μέχρι τα 20,5kHz. Στην δεύτερη εικόνα φαίνονται οι συχνότητες του καμουφλαρισμένου MP3 320kbps που το κατεβάσαμε από το YouTube, που στην ουσία είναι ένα ΜP3 128kbps, όπως υποδηλώνουν και οι συχνότητες που κόβονται στα 16kHz.

Σχόλια

σχόλια

About The Author

God is a Dj v1.0

God is a Dj v1.0. Υλικό από τη 1η εποχή του GodisaDJ.gr που ξεκίνησε τη πορεία του στις 09.07.2013 στον κυβερνοχώρο μέχρι και την πρόσφατη μετάβαση του στην updated V2 που διαβάζετε τώρα!

Related Posts