πηγή: Oneman | Χρήστος Χατζηιωάννου

Έψαχνα αρκετή ώρα να σκεφτώ τι τίτλο μπορείς να δώσεις σε αυτόν τον άνθρωπο. Πώς μπορεί να τον αποκαλέσεις χωρίς να υπερβάλλεις αλλά και χωρίς να τον υποτιμήσεις σε κάτι. Δεν τα κατάφερα ιδιαίτερα. Γιατί αυτό που έχει κάνει ο Βασίλης Τσιλιχρήστος στην Αθηναϊκή νύχτα είναι πολύ δύσκολο και να προσδιοριστεί και να χαρακτηριστεί. Κι αν αυτό είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί, σκέψου πόσο δύσκολο είναι να περιγράψεις τον ρόλο που διαδραμάτισε στο να ορίσει τη δική σου διασκέδαση.

Γιατί είναι προφανές, τουλάχιστον για τη δική μου τη γενιά, την προηγούμενη και την επόμενη ότι οι ιδέες, τα μαγαζιά και η διάθεση του, καθόρισαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο που θα διασκεδάσεις. Κι αν τα πρώτα χρόνια το “Τσιλιχρήστος way” βρισκόταν μόνο εντός των τοιχών των δικών του μαγαζιών, τα επόμενα χρόνια αυτό το είδος διασκέδασης ήταν παντού. Στην Αθήνα, τη Θεσαλονίκη, την πάτρα, την Κέρκυρα και την Κρήτη.

Ποτέ δεν είχα τον συγκεκριμένο άνθρωπο ούτε πρότυπο ούτε αφίσα στον τοίχο. Αλλά τον ακολουθούσα συνειδητά και μη από μαγαζί σε μαγαζί, από tune σε tune, από τρόπο διασκέδασης σε τρόπο διασκέδασης.

Από το Γυμνάσιο και το Λύκειο όταν έψαχνα τρόπο να πάω στο Amfitheatro και το King Size μέχρι την επάνοδο του Venue πριν 3 χρόνια και τους πειραματισμούς του Villa Mercedes, έχω ζήσει αυτή την 20χρονη σχεδόν πορεία του Βασίλη Τσιλιχρήστου στην νύχτα. Μόνο που εκείνος δεν ακολούθησε μία προδιαγεγραμμένη πορεία όπως έκανα εγώ. Εκείνος την χάραξε.

Η επανάσταση του clubbing

Το clubbing προυπήρχε του Τσιλιχρήστου. Και σαν έννοια και σαν συνήθεια. Με εμφανείς τις επιρροές των club του εξωτερικού σε μία Αθήνα που στα μέσα των 90s έβλεπες ότι οδέυει στο μαζικό clubbing αλλά δεν έβρισκε ούτε τον τρόπο ούτε τον χώρο να το κάνει. Ναι, το Camel, η Αυτοκίνηση και άλλα πολλά ήταν παρόντα. Αλλά δεν είχαν τα μέσα να γίνουν απόλυτα μαζικά. Καλώς ή κακώς, το έδειξε η ιστορία.

Ο Βασίλης Τσιλιχρήστος δεν έχτισε τη Ρώμη σε μια μέρα. Ξεκινώντας με το Amfiteatro έδειξε τις προθέσεις του, στο King Size έχτισε έναν πυρήνα φανατικών και έφτασε να εδραιώσει την Αυτοκρατορία του με τη διαρχία των Venue και Privilege.

Δεν υπήρχε άλλος στον χάρτη. Κι αυτό γιατί η επανάσταση του clubbing ήταν τόσο επιτυχημένη που είχε συμπαρασύρει όσο κόσμο χρειαζόταν για να μη πέφτει από τον θρόνο. Γελάω με τον λυκειακό εαυτό μου, τις ώρες που περίμενα στην ουρά, τα απογεύματα που περνάγαμε στα τηλέφωνα με τον Αργύρη για ένα τραπέζι, το ρεκόρ συνεχόμενων βραδιών στα τραπέζια του Venue, την εμμονή με την μουσική που μας κληρονόμησε εκείνη η εποχή.

Γελάω αλλά παραδέχομαι ότι ζούσα για να πάω στα μαγαζιά του. Κι όταν πήγαινες πράγματι σε ένα από τα τραπέζια του, ένιωθες γελοιοδέστατα ότι είσαι κάποιος, ότι μετράς. Γιατί ήταν έτσι σχεδιασμένη η νύχτα σου, η επαφή που είχες με τους υπόλοιπους θαμώνες, η σχέση σου με τους ανθρώπους των μαγαζιών, που αισθανόσουν βασιλιάς. Την ίδια ώρα που ο πραγματικός βασιλιάς στεκόταν πίσω από τα decks και χαμογελούσε με τον κόσμο που τον επευφημούσε.

Η εποχή των κλώνων

Η επιτυχία του Τσιλιχρήστου ήταν λογικό να δημιουργήσει αλυσιδωτή αντόδραση. Μόνο που η αντίδραση των υπολοίπων ισχυρών της νύχτας δεν ήταν μία προσπάθεια να προτείνουν κάτι δικό τους, κάτι καινούριο. Η αντίδραση ήταν να ανέβουν κι αυτοί στη βάρκα της house και του mainstream clubbing και να προσπαθήσουν να χτίσουν τις αυτοκρατορίες τους έξω από τα σύνορα εκείνης του Τσιλιχρήστου.

Κι έβλεπες πανομοιότυπα μαγαζιά στις αρχές και τα μέσα των 00s. Τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία. Τα massive clubs ήταν πλέον η μόδα, με τον κόσμο να στοιβάζεται ασυνείδητα στα τραπέζια και τις μπάρες και μόνο ένα μκρό υγιέστατο μέρος των ξενύχτηδων να ζητά απεγνωσμένα κι άλλους τρόπου διασκέδασης.

Ήταν όμως πολύ αργά. Και αν το να ζεις το mainstream clubbing στην καλή του εποχή ήταν κάτι οκ αν όχι ωραίο, τα τελευταία πέντε χρόνια ένιωθες ότι η Αθηναϊκή νύχτα απλά δεν έχει κάτι άλλο να δώσει και παλεύει να κρατήσει τον κόσμο στα club με κάθε δυνατό τρόπο. Με πάρτι που μόνο sex δεν υπόσχονται, με ελληνικές βραδιές και τώρα τελευταία με την μετατροπή τουςσε ελληνάδικα.

Το φυτώριο του Βασίλη

Η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε ενδεχομένως ο Τσιλιχρήστος, πέρα από την νοοτροπία της νυχτερινή διασκέδασης, είναι η αγάπη για την house μουσική. Είτε αυτή μεταφράζεται στους χιλιάδες ανθρώπους που ξαφνικά άρχισαν να ψάχνουν και να αγοράζουν δίσκους είτε μεταφράζεται στους ανθρώπους που γαλουχήθηκαν μουσικά δίπλα του.

Παιδιά που όταν ήταν ήδη εκεί ως θαμώνες, ως σερβιτόροι, ως ηχολήπτες ή οτιδήποτε, όταν ο Jeannot άνοιγε το πρόγραμμα πριν ανέβει στα decks ο άρχων. Παιδιά που σε κάθε ευκαιρία έδειχναν στον Τσιλιχρήστο το πάθος τους για τη μουσική και την ικανότητά τους να παίξουν κι εκείνοι.

Ο Junior Rush και ο Nick Varon είναι δύο εξαιρετικά δείγματα αυτής της μουσικής κληρονομιάς που άφησε ο Βασίλης Τσιλιχρήστος και εξακολουθεί να αφήνει στη χώρα. Αν δεν αγαπάς την house, δεν περιμένω να το καταλάβεις ποτέ. Αλλά σε αυτή τη μουσική σκηνή, ακόμα και οι haters που τον έλεγαν mainstream, οφείλουν να του βγάλουν το καπέλο.

Η εξέλιξη του μοντέλου

Η πολύ μεγάλη επιτυχία του Βασίλη Τσιλιχρήστου δεν ήρθε με το πρώτο μοτίβο, με την απλή κυριαρχία των Venue και Privilege και τον “Τσίλι” να παίζει σόλο στα decks. Γιατί ναι, καλός και Θεός ο Βασίλης αλλά μετά από λίγο καιρό δεν σου έφτανε αυτό. Δεν ήθελες να βλέπεις κάθε βράδυ εκείνον στα decks. Όσο κι αν χοροπήδαγες με το Pasilda, το Silence, το Kama Sutra και το One More Time. Ο Τσιλιχρήστος από πολύ παλιά συνήθιζε να πηγαίνει ταξίδια στην Αμερική, στο Maiami, οπουδήποτε ζούσε και ανέπνεε η house μουσική.

Και μέσα από ένα δίκτυο ανθρώπων κατάφερε να ενορχηστρώσει τη μεγαλύτερη εισροή ξένων dj στη χώρα. Από τον Oakenfold στον Spiller και από τον Shasha στον Van Buuren, όλοι πέρασαν ένα βράδυ από το Venue. Και την ώρα που το ένα μαγαζί ήταν το απόλυτο dance club, το Privilege μετατρεπόταν στο στέκι της καλή ζωής και των παχιών αγελάδων. Γιατί υπήρχε κόσμος με λεφτά που ήθελε να κλείσει ένα τραπέζι να διασκεδάσει, με την άνεσή του, με την παρέα του, με τους φίλους που χόρευε τα προηγούμενα χρόνια αλλά τώρα ήθελαν να αράξουν στον καναπέ και να απολαύσουν.

Όσο πέρναγαν τα χρόνια ο Τσιλιχρήστος πειραματιζόταν. Και υπήρχε εποχή που θεωρούσες ότι δεν κάνει τίποτα, ότι τελείωσε, ότι δεν θα τον ξαναδείς στην νύχτα.

Όποιος όμως τον ήξερε καλά, γνώριζε ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Και ήταν αυτός που έβαλε τα live (ακόμα και ελληνικών συγκροτημάτων) ωραία πλαισιωμένα μέσα στην έννοια του clubbing. Ήταν αυτός που επανεφήυρε τα πάρτι όταν η Αθήνα έπηξε στην πεπατημένη των RnB και των Greek πάρτι.

Την επαναλειτουργία του Venue πριν μερικά χρόνια την θεωρώ απλά καύσιμο για την συνέχεια. Το τι μας επιφυλάσσει το ξέρει μόνο ο ίδιος!

Σχόλια

σχόλια